- ανεμοστάτης
- ο1. ο στύλος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανέμη2. πρόχειρο φράγμα για προστασία από τον άνεμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμοστάτης — ο 1. φράγμα για να προφυλάει από τον άνεμο. 2. ο όρθιος άξονας στον οποίο περιστρέφεται η ανέμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμόστυλος — ο ο στύλος της ανέμης, ανεμοστάτης … Dictionary of Greek
ανεμόστυλος — ο ανεμοστάτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)